-
1 πέζα
Aτῶν ἄπο πέζαν ἐκτὸς ἔχων Androm.
ap. Gal.14.37 ; but distd. from it as the instep by Poll.2.192 ;πρὸς πέζῃ ποδός Paus. 5.11.2
, cf. AP12.176 (Strat.) ;οἱ πόδες οἰδίσκονται καὶ αἱ πέζαι μάλιστα Hp.Mul.2.169
.2 περίσφυροσπ., = πέδη1.2, AP6.211 (Leon.).II metaph., bottom, end of a body, ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἔπι πρώτῃ on the pole at the far end, Il.24.272.2 edge, border of a garment, A.R. 4.46, AP6.287 (Antip.), J.AJ3.7.4, Hld.3.3 ; of the sea, strand, bank,Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν Hermesian.7.17
; of a country, coastline,π. ἠπείροιο A.R.4.1258
, cf. D.P.61 ;εἰς ὁδοῦ π. στενήν Luc. Trag.238
; of a mountain, D.P.535, App.Pun. 103.
См. также в других словарях:
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek